- κεραυνόν
- κεραυνόςthunderboltmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κεραυνόν — Κεραυνός thunderbolt masc acc sg Κεραυνός thunderbolt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPPADOCIA — Aliae regio ampla mari Euxino exposita, inter Galatiam ad occidemptem et. Armetniam minotem ad ortum contenta, introrsus in austrum usque ad Ciliciae sines Taurô monte dividente extensa, Plin. l. 6. c. 8. Strab. 1. 12. Huius praeses, Cl.… … Hofmann J. Lexicon universale
δειμαλέος — δειμαλέος, α, ον (Α) 1. ο γεμάτος φόβο, ο τρομαγμένος («δειμαλέην αὐδήν» τρομαγμένη φωνή, φωνή που έδειχνε τρόμο) 2. αυτός που προκαλεί τρόμο («κεραυνὸν δειμαλέον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (πρβλ. θαρσαλέος, σμερδαλέος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
εξαϊστώ — ἐξαϊστῶ, όω (Α) [αϊστώ] εξαφανίζω, καταστρέφω («κεραυνόν, ὅς πᾱν ἐξαϊστώσοι γένος», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
ορσίκτυπος — ὀρσίκτυπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί θόρυβο, που βροντά («ὀρσικτύπου Διός... κεραυνόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + κτύπος] … Dictionary of Greek
πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… … Dictionary of Greek